- μάσθλης
- μάσθλης, -ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α)1. κατεργασμένο δέρμα2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.)3. μτφ. πανούργος, απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι- κατά το μάστιξ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τα μάστιξ*, μαίομαι, ενώ το ι- τού ἰμάσθλη είναι αναλογικό προς το ι- τού ἰμάς. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αρχαίοι ετυμολόγοι επινόησαν έναν αμάρτυρο τ. *μάσθλη (γλώσσα που παραδίδει και ο Ησύχ.) για να συνδέσουν τη λ. με την ἰμάσθλη, ενώ πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. λυδικής προέλευσης. Η αρχική σημασία τής λ. πρέπει να ήταν «δέρμα». Για το επίθημα πρβλ. λέβης, τάπης. Ο αιολ. τ. μάσλης < μάσθλης (πρβλ. ἐσλός < ἐσθλός)].
Dictionary of Greek. 2013.